- ακριβοπληρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος1. πληρώνω κάτι ακριβά: Το ύφασμα αυτό το ακριβοπλήρωσα.2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου: Το λάθος μου εκείνο το ακριβοπλήρωσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.